-
1 ενδιάμεσος
η, ρ [ος, ον ] промежуточный;ενδιάμεσος σταθμός — промежуточная станция;
ενδιάμεσος κρίκος — промежуточное звено;
ενδιάμεσος τοίχος — общая стена
-
2 ενδιάμεσος
[эндиамэсос] επ промежуточный, переходный.
1 ενδιάμεσος
ενδιάμεσος σταθμός — промежуточная станция;
ενδιάμεσος κρίκος — промежуточное звено;
ενδιάμεσος τοίχος — общая стена
2 ενδιάμεσος